- ὑδρόμηλον
- ὑδρόμηλονdrink of water andneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδρόμηλον — τὸ, ΜΑ ηδύποτο που παρασκευαζόταν με ανάμιξη νερού και μηλομέλιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μῆλον] … Dictionary of Greek
ὑδρομήλου — ὑδρόμηλον drink of water and neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρομήλῳ — ὑδρόμηλον drink of water and neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek